-
1 διαβεβαιοομαι
1) решительно утверждать(τι Arst. и περί τινος Polyb., Plut., γεγονέναι τι Diod. и γενέσθαι τι Plut.)
2) настойчиво рекомендовать, подчеркивать
1 διαβεβαιοομαι
(τι Arst. и περί τινος Polyb., Plut., γεγονέναι τι Diod. и γενέσθαι τι Plut.)